Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το προστατευτικό κιγκλίδωμα

  • 1 поручень

    ο χειραγωγός, η χειρολαβή
    - на судне τα ρέλια (ξεν.), η κουπαστή (στα μεγάλα σκάφη)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поручень

  • 2 fender

    ['fendə]
    1) (anything used to protect a boat from touching another, a pier etc: She hung old car tyres over the side of the boat to act as fenders.) προφυλακτήρας
    2) (a low guard around a fireplace to prevent coal etc from falling out.) προστατευτικό κιγκλίδωμα
    3) ((American) a wing of a car.) φτερό αυτοκινήτου

    English-Greek dictionary > fender

  • 3 guard

    1. verb
    1) (to protect from danger or attack: The soldiers were guarding the king/palace.) φρουρώ
    2) (to prevent (a person) escaping, (something) happening: The soldiers guarded their prisoners; to guard against mistakes.) φρουρώ, φυλάγομαι από
    2. noun
    1) (someone who or something which protects: a guard round the king; a guard in front of the fire.) φρουρός, φρουρά / προφυλακτήρας, προστατευτικό κιγκλίδωμα
    2) (someone whose job is to prevent (a person) escaping: There was a guard with the prisoner every hour of the day.) φρουρός, δεσμοφύλακας
    3) ((American conductor) a person in charge of a train.) προϊστάμενος αμαξοστοιχίας
    4) (the act or duty of guarding.) φρούρηση, φύλαξη, επαγρύπνηση
    - guardedly
    - guard of honour
    - keep guard on
    - keep guard
    - off guard
    - on guard
    - stand guard

    English-Greek dictionary > guard

См. также в других словарях:

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • κουπαστή — η 1. κοινή ονομασία τού ανώτατου χείλους τών δύο πλευρών πλοίου 2. (για τα μικρά σκάφη) το μικρό κατάστρωμα τής πλώρης και τής πρύμνης που είναι στρωμένο με σανίδια 3. οποιοδήποτε προστατευτικό κιγκλίδωμα εξώστη, σκάλας, σκαλωσιάς, οικοδομής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… …   Dictionary of Greek

  • θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»